LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mistral
/mˈɪstɹəl/
/ˈmɪstɹəɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mistral"
Mistral
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a strong north wind that blows in France during the winter
word family
mistral
mistral
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mistletoe thrush
mistletoe rubber plant
mistletoe fig
mistletoe cactus
mistletoe
mistranslate
mistranslation
mistreat
mistreated
mistreatment
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App