Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
at stake
01
σε κίνδυνο, επί κινδύνου
used to refer to something that is in danger of being lost or negatively impacted
Παραδείγματα
His reputation is at stake if the project fails.
Η φήμη του είναι σε κίνδυνο αν το έργο αποτύχει.
There is a lot at stake in the upcoming election.
Πολλά κυριολεκτικά είναι σε κίνδυνο στις επερχόμενες εκλογές.
02
σε κίνδυνο, υπό αμφισβήτηση
in question or at issue



























