LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
At stake
/at stˈeɪk/
/æt stˈeɪk/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "at stake"
at stake
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
διακυβεύεται
used to refer to something that is in danger of being lost or negatively impacted
02
διακυβεύεται
in question or at issue
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App