Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Milligram
01
χιλιοστόγραμμο, mg
a unit of measuring weight that equals one thousandth of a gram
Παραδείγματα
The vitamin supplement contains 50 milligrams of calcium.
Το συμπλήρωμα βιταμινών περιέχει 50 χιλιοστόγραμμα ασβεστίου.
The pharmacist measured out 10 milligrams of the active ingredient.
Ο φαρμακοποιός μέτρησε 10 χιλιοστόγραμμα του ενεργού συστατικού.



























