Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Military personnel
01
στρατιωτικό προσωπικό, μέλος των ενόπλων δυνάμεων
someone who serves in the armed forces; a member of a military force
02
στρατιωτικό προσωπικό, στρατιώτες
soldiers collectively
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στρατιωτικό προσωπικό, μέλος των ενόπλων δυνάμεων
στρατιωτικό προσωπικό, στρατιώτες