LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Midmost
/mˈɪdməʊst/
/mˈɪdmoʊst/
Adverb (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "midmost"
midmost
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
the middle or central part or point
midmost
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
being in the exact middle
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
midlist
midline
midlife crisis
midlife
midland
midnight
midnight blue
midnight breakfast
midnight snack
midnight sun
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App