LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Middle-level
/mˈɪdəllˈɛvəl/
/mˈɪdəllˈɛvəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "middle-level"
middle-level
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
intermediate in rank or position
word family
middle-level
middle-level
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
middle-ear deafness
middle-distance running
middle-class
middle-aged spread
middle-aged man
middle-of-the-road
middlebreaker
middlebrow
middlegame
middlehand
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App