Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
middle-class
01
μεσαία τάξη, αστικός
relating to individuals or families with moderate income and lifestyle situated between the wealthy and lower-income groups
Παραδείγματα
They belonged to the middle-class demographic, working regular jobs and living in suburban neighborhoods.
Ανήκαν στη δημογραφική ομάδα της μεσαίας τάξης, εργαζόμενοι σε κανονικές δουλειές και ζώντας σε προαστιακές γειτονιές.
The middle-class family saved diligently to afford their children's education and future expenses.
Η οικογένεια της μεσαίας τάξης αποταμιεύει επιμελώς για να καλύψει την εκπαίδευση των παιδιών της και τα μελλοντικά έξοδα.



























