Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
microscopical
01
μικροσκοπικός, ορατός κάτω από μικροσκόπιο
visible under a microscope; using a microscope
Παραδείγματα
The microscopical view showed tiny details of the specimen.
Η μικροσκοπική όψη έδειξε μικρές λεπτομέρειες του δείγματος.
She used microscopical techniques to study the sample.
Χρησιμοποίησε μικροσκοπικές τεχνικές για να μελετήσει το δείγμα.
03
μικροσκοπικός, αόρατος με γυμνό μάτι
so small as to be invisible without a microscope
Λεξικό Δέντρο
microscopically
microscopical
microscope
scope



























