Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
microbial
01
μικροβιακός, μικροβιολογικός
related to microorganisms, such as bacteria, viruses, fungi, or protists
Παραδείγματα
Microbial contamination can occur if food is not stored properly.
Η μικροβιακή μόλυνση μπορεί να συμβεί εάν τα τρόφιμα δεν αποθηκεύονται σωστά.
The scientist studied the microbial composition of soil samples collected from different ecosystems.
Ο επιστήμονας μελέτησε τη μικροβιακή σύνθεση των δειγμάτων εδάφους που συλλέχθηκαν από διαφορετικά οικοσυστήματα.
Λεξικό Δέντρο
antimicrobial
microbial
microbe



























