Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Miasma
01
μίασμα, δυσάναθμα
unhealthy vapors rising from the ground or other sources
02
μίασμα, δυσωδία
a noxious or unpleasant atmosphere
Παραδείγματα
The swampy marshland emitted a miasma of decay, making it difficult to breathe and causing discomfort to those nearby.
Ο βάλτος εξέπεμπε ένα μίασμα αποσύνθεσης, κάνοντας δύσκολη την αναπνοή και προκαλώντας δυσφορία σε όσους βρίσκονταν κοντά.
The abandoned building was shrouded in a miasma of neglect and decay, with a musty odor permeating the air.
Το εγκαταλελειμμένο κτίριο ήταν τυλιγμένο σε μια μίασμα παραμέλησης και αποσύνθεσης, με μια μυρωδιά μούχλας να διαποτίζει τον αέρα.



























