Merchandiser
volume
British pronunciation/mˈɜːt‍ʃɐndˌa‍ɪzɐ/
American pronunciation/ˈmɝtʃənˌdaɪzɝ/

Ορισμός και Σημασία του "merchandiser"

01

a businessperson engaged in retail trade

word family

merchandiser

merchandiser

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store