Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
intellectual disability
/ˌɪntəlˈɛktʃuːəl dˌɪsɐbˈɪləɾi/
/ˌɪntəlˈɛktʃuːəl dˌɪsɐbˈɪlətˌi/
Intellectual disability
01
διανοητική αναπηρία, νοητική καθυστέρηση
a condition where someone finds it hard to learn and do everyday things because of challenges with thinking and understanding
Παραδείγματα
Children with intellectual disabilities might need extra help with schoolwork and daily tasks.
Τα παιδιά με νοητική αναπηρία μπορεί να χρειάζονται επιπλέον βοήθεια με τις σχολικές εργασίες και τις καθημερινές εργασίες.
Intellectual disability can make it tough to understand new information and communicate effectively.
Η πνευματική αναπηρία μπορεί να κάνει δύσκολη την κατανόηση νέων πληροφοριών και την αποτελεσματική επικοινωνία.



























