Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Membrane
01
μεμβράνη, επιμήκης
a thin sheet of tissue that separates or covers the inner parts of an organism
Παραδείγματα
The cell membrane protects the interior of the cell.
Η μεμβράνη του κυττάρου προστατεύει το εσωτερικό του κυττάρου.
The thin membrane lining the lungs is essential for breathing.
Η λεπτή μεμβράνη που επενδύει τους πνεύμονες είναι απαραίτητη για την αναπνοή.
02
μεμβράνη, λεπτό φύλλο
a thin pliable sheet of material
Λεξικό Δέντρο
membranous
membrane



























