Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
matted
01
μπερδεμένος, ακατάστατος
(of hair or fur) twisted and stuck into a dirty mass
02
ματ, απαλός
not reflecting light; not glossy
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μπερδεμένος, ακατάστατος
ματ, απαλός