Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
marital
01
γαμήλιος, σχετικός με τη σχέση των συζύγων
related to marriage or the relationship between spouses
Παραδείγματα
They attended marital counseling to address conflicts in their relationship.
Πήραν μέρος σε γαμήλια συμβουλευτική για να αντιμετωπίσουν τις συγκρούσεις στη σχέση τους.
The marital bond between husband and wife grew stronger over the years.
Ο γαμήλιος δεσμός μεταξύ συζύγου και συζύγου ενισχύθηκε με τα χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
premarital
marital



























