Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Manufacturing
01
κατασκευή, παραγωγή
the process of making or producing goods, especially in large quantities, typically using machinery or labor
Παραδείγματα
The manufacturing of electronics has become more automated in recent years.
Η κατασκευή ηλεκτρονικών έχει γίνει πιο αυτοματοποιημένη τα τελευταία χρόνια.
The manufacturing of textiles in the region has created many new jobs.
Η κατασκευή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στην περιοχή έχει δημιουργήσει πολλές νέες θέσεις εργασίας.
02
κατασκευή, βιομηχανία παραγωγής
the industry or business of producing goods in large quantities, often in factories
Παραδείγματα
Manufacturing plays a key role in the economy of many countries.
Η βιομηχανική παραγωγή παίζει κεντρικό ρόλο στην οικονομία πολλών χωρών.
Many jobs in manufacturing require skilled labor and precision.
Πολλές θέσεις εργασίας στη βιομηχανία απαιτούν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και ακρίβεια.
Λεξικό Δέντρο
manufacturing
manufacture



























