manufacturer
man
ˌmæn
μαιν
u
γα
fac
ˈfæk
φαικ
tu
ʧɜ
τσερ
rer
rɜr
ρερρ
British pronunciation
/mˌænjuːfˈækt‍ʃəɹɐ/

Ορισμός και σημασία του "manufacturer"στα αγγλικά

01

κατασκευαστής, παραγωγός

a person, company, or country that produces large numbers of products
example
Παραδείγματα
The car manufacturer introduced a new model that promised better fuel efficiency.
Ο κατασκευαστής αυτοκινήτων εισήγαγε ένα νέο μοντέλο που υποσχέθηκε καλύτερη απόδοση καυσίμων.
The manufacturer ’s commitment to quality control ensured that each item met the highest standards.
Η δέσμευση του κατασκευαστή για τον έλεγχο ποιότητας εξασφάλισε ότι κάθε προϊόν πληρούς τα υψηλότερα πρότυπα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store