Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Manufacturer
01
κατασκευαστής, παραγωγός
a person, company, or country that produces large numbers of products
Παραδείγματα
The car manufacturer introduced a new model that promised better fuel efficiency.
Ο κατασκευαστής αυτοκινήτων εισήγαγε ένα νέο μοντέλο που υποσχέθηκε καλύτερη απόδοση καυσίμων.
The manufacturer ’s commitment to quality control ensured that each item met the highest standards.
Η δέσμευση του κατασκευαστή για τον έλεγχο ποιότητας εξασφάλισε ότι κάθε προϊόν πληρούς τα υψηλότερα πρότυπα.
Λεξικό Δέντρο
manufacturer
manufacture



























