manslaughter
man
ˈmæn
μαιν
slaugh
ˌslɔ
σλο
ter
tɜr
τερρ
British pronunciation
/mˈænslɔːtɐ/

Ορισμός και σημασία του "manslaughter"στα αγγλικά

01

ακούσια ανθρωποκτονία, φόνος χωρίς πρόθεση

unlawful killing of a person without premeditation or intent
example
Παραδείγματα
The defendant was charged with manslaughter after a fatal car accident caused by reckless driving.
Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε για ακούσια ανθρωποκτονία μετά από ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκλήθηκε από απερίσκεπτη οδήγηση.
Involuntary manslaughter may result from negligent actions that lead to someone's death, such as a fatal workplace accident.
Ο ακούσιος φόνος μπορεί να προκύψει από αμελείς ενέργειες που οδηγούν στο θάνατο κάποιου, όπως ένα θανατηφόρο ατύχημα στον χώρο εργασίας.

Λεξικό Δέντρο

manslaughter

man

+

slaughter

App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store