Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to maltreat
01
κακομεταχειρίζομαι, καταχρώμαι
to treat someone or something with cruelty or violence, often causing harm or suffering
Transitive: to maltreat sb/sth
Παραδείγματα
The abusive father was arrested for maltreating his children, leaving them with physical and emotional scars.
Ο βίαιος πατέρας συνελήφθη για κακοποίηση των παιδιών του, αφήνοντάς τους με σωματικές και συναισθηματικές ουλές.
The organization was criticized for maltreating its employees, who were subjected to harsh working conditions and verbal abuse.
Ο οργανισμός επικρίθηκε για την κακοποίηση των εργαζομένων του, οι οποίοι υπέστησαν σκληρές συνθήκες εργασίας και λεκτική κακοποίηση.
Λεξικό Δέντρο
maltreated
maltreater
maltreatment
maltreat



























