Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Maltose
01
μαλτόζη, ζάχαρη βύνης
a sugar formed by two glucose molecules linked together, commonly found in malted foods and used in brewing
Παραδείγματα
The brewer uses maltose during the beer fermentation process.
Ο ζυθοποιός χρησιμοποιεί μαλτόζη κατά τη διαδικασία ζύμωσης της μπύρας.
The candy bar contains maltose as one of its sweetening ingredients.
Το σοκολατένιο μπαρ περιέχει μαλτόζη ως ένα από τα συστατικά του που δίνουν γλυκιά γεύση.



























