Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
malicious mischief
/mɐlˈɪʃəs mˈɪstʃᵻf/
/mɐlˈɪʃəs mˈɪstʃɪf/
Malicious mischief
01
κακόβουλη σκανταλιά, κακόβουλη καταστροφή
willful wanton and malicious destruction of the property of others
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κακόβουλη σκανταλιά, κακόβουλη καταστροφή