Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to make off
[phrase form: make]
01
το σκάω, δραπετεύω
to leave quickly, often in order to escape or avoid someone or something
Intransitive
Παραδείγματα
The thief made off after robbing the bank.
Ο κλέφτης έφυγε αφού λήστεψε την τράπεζα.
They managed to make off without paying the bill.
Κατάφεραν να φύγουν χωρίς να πληρώσουν τον λογαριασμό.



























