Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to make it
01
τα καταφέρνω, επιτυγχάνω
to succeed in achieving something or a goal
Παραδείγματα
She worked hard and finally made it as a doctor.
Δούλεψε σκληρά και τελικά τα κατάφερε ως γιατρός.
I know you can make it if you keep trying.
Ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις αν συνεχίσεις να προσπαθείς.
02
συγχωνεύω, αμαλγαμώνω
characterized by or tending toward amalgamation
03
επιβιώνω, τα καταφέρνω
to continue to live, particularly in spite of danger or hardship
Παραδείγματα
The doctors said he might not make it through the night.
Οι γιατροί είπαν ότι μπορεί να μην τα καταφέρει να περάσει τη νύχτα.
She was very sick, but she made it in the end.
Ήταν πολύ άρρωστη, αλλά στο τέλος τα κατάφερε.
04
φτάνω, καταφέρνω να έρθω
to successfully reach or attend a place or event
Παραδείγματα
I wo n't be able to make it tonight.
Δεν θα μπορέσω να έλθω απόψε.
They might not make it if the train is delayed.
Μπορεί να μην τα καταφέρουν αν το τρένο καθυστερήσει.



























