Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Main office
01
κεντρικό γραφείο, κύριο γραφείο
the primary location where the top administrative functions of a business or organization are conducted
Παραδείγματα
He works at the company 's main office in New York.
Δουλεύει στο κεντρικό γραφείο της εταιρείας στη Νέα Υόρκη.
The documents must be sent to the main office.
Τα έγγραφα πρέπει να σταλούν στο κεντρικό γραφείο.



























