Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Magnificence
01
μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα
the quality of causing a sense of awe and admiration through spectacular attention to detail
Παραδείγματα
St. Peter 's Basilica in Rome is renowned for its architectural magnificence and ornate interior detailing.
Η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη είναι διάσημη για την αρχιτεκτονική της μεγαλοπρέπεια και τις διακοσμητικές λεπτομέρειες του εσωτερικού.
The Singapore skyline at night is a vision of magnificence with its sparkling skyscrapers and light shows.
Το skyline της Σιγκαπούρης τη νύχτα είναι μια θέα μεγαλοπρέπειας με τους λαμπερούς ουρανοξύστες και τις light shows.
02
μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα
the quality of being magnificent or splendid or grand
Λεξικό Δέντρο
magnificence
magnify



























