Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
magnetically
01
μαγνητικά, με μαγνητισμό
in a way that involves magnets or magnetism
Παραδείγματα
The metal object was attracted magnetically to the strong magnet.
Το μεταλλικό αντικείμενο έλκυστηκε μαγνητικά από τον ισχυρό μαγνήτη.
The compass needle points north magnetically due to the Earth's magnetic field.
Η βελόνα της πυξίδας δείχνει βόρεια μαγνητικά λόγω του μαγνητικού πεδίου της Γης.
02
μαγνητικά, σαν από μαγνητισμό
as if by magnetism



























