Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ashore
Παραδείγματα
The fishermen rowed their boats ashore at sunset.
Οι ψαράδες κωπηλάτησαν τις βάρκες τους προς την ακτή κατά τη δύση του ηλίου.
The castaways swam ashore after the shipwreck.
Οι ναυαγοί κολύμπησαν προς την ακτή μετά το ναυάγιο.
1.1
στην ακτή, στη στεριά
on land rather than at sea
Παραδείγματα
We stayed ashore while the others went sailing.
Μείναμε στην ξηρά ενώ οι άλλοι έπλεαν.
He worked ashore after years as a naval officer.
Δούλεψε στην ξηρά μετά από χρόνια ως αξιωματικός του ναυτικού.



























