Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ashtray
01
σταχτοδοχείο, δοχείο τέφρας
a small container used for holding the ash from cigarettes or cigars
Παραδείγματα
He placed his cigarette in the ashtray before leaving.
Έβαλε το τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο πριν φύγει.
She knocked over the ashtray by accident.
Αναποδογύρισε τον σταχτοδοχείο κατά λάθος.
Λεξικό Δέντρο
ashtray
ash
tray



























