Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to lynch
01
λιντσάρω, σκοτώνω χωρίς δίκη
to kill someone without legal approval
Transitive: to lynch sb
Παραδείγματα
The angry mob decided to lynch the accused without waiting for a trial.
Το θυμωμένο πλήθος αποφάσισε να λιντσάρει τον κατηγορούμενο χωρίς να περιμένει δίκη.
The historical records reveal instances where people were lynched for their race.
Οι ιστορικές καταγραφές αποκαλύπτουν περιπτώσεις όπου άνθρωποι λιντσαρίστηκαν λόγω της φυλής τους.
Λεξικό Δέντρο
lynching
lynch



























