LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lubricating oil
/lˈuːbɹɪkˌeɪtɪŋ ˈɔɪl/
/lˈuːbɹᵻkˌeɪɾɪŋ ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lubricating oil"
Lubricating oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a thick fatty oil (especially one used to lubricate machinery)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lubricated
lubricate
lubricant
lublin
lubitsch
lubricating substance
lubricating system
lubrication
lubricator
lubricious
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App