Lubricating oil
volume
British pronunciation/lˈuːbɹɪkˌeɪtɪŋ ˈɔɪl/
American pronunciation/lˈuːbɹᵻkˌeɪɾɪŋ ˈɔɪl/

Ορισμός και Σημασία του "lubricating oil"

Lubricating oil
01

a thick fatty oil (especially one used to lubricate machinery)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store