Lubricate
volume
British pronunciation/lˈuːbɹɪkˌe‍ɪt/
American pronunciation/ˈɫubɹɪˌkeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "lubricate"

to lubricate
01

make slippery or smooth through the application of a lubricant

02

apply a lubricant to

03

have lubricating properties

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store