LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lovemaking
/lˈʌvmeɪkɪŋ/
/ˈɫəvmeɪkɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lovemaking"
Lovemaking
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
sexual activities (often including sexual intercourse) between two people
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lovely
lovelorn
loveliness
loveless
loved one
lover
lover boy
lover's knot
loverlike
loverly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App