lovable
lo
ˈlʌ
λα
va
βα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/ˈlʌvəbəl/

Ορισμός και σημασία του "lovable"στα αγγλικά

01

αξιαγάπητος, γοητευτικός

possessing traits that attract people's affection
example
Παραδείγματα
The puppy 's playful nature and wagging tail made it instantly lovable to everyone in the family.
Η παιχνιδιάρικη φύση του κουταβιού και η ουρά που κουνιόταν το έκαναν αμέσως αγαπητό σε όλους στην οικογένεια.
Her kind and compassionate personality made her a lovable friend to all.
Η καλή και συμπονετική της προσωπικότητα την έκανε μια αγαπητή φίλη για όλους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store