Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lory
01
λόρι, παπαγάλος με βουρτσοειδή γλώσσα
small brightly colored Australasian parrots having a brush-tipped tongue for feeding on nectar and soft fruits
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λόρι, παπαγάλος με βουρτσοειδή γλώσσα