LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Loose-jointed
/lˈuːsdʒˈɔɪntɪd/
/lˈuːsdʒˈɔɪntᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "loose-jointed"
loose-jointed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
loosely articulated or constructed
word family
loose-jointed
loose-jointed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
loose-fitting
loose woman
loose thread
loose sentence
loose off
loose-jowled
loose-leaf
loose-leaf lettuce
loose-limbed
looseleaf
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App