Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Long haul
01
μακρά διάρκεια, μακροχρόνια προσπάθεια
a task that needs a great amount of time and effort to finish
Παραδείγματα
Building a successful business is a long haul; it requires years of hard work and dedication.
Η δημιουργία μιας επιτυχημένης επιχείρησης είναι μια μακρά διαδικασία· απαιτεί χρόνια σκληρής δουλειάς και αφοσίωσης.
Getting a college degree is a long haul, but the benefits are worth the effort.
Η απόκτηση πτυχίου είναι μια μακρά διαδικασία, αλλά τα οφέλη αξίζουν την προσπάθεια.
02
μακρινή απόσταση, μακρύ ταξίδι
a very long distance, regarding the transportation of passengers or goods



























