LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Long-range
/lˈɒŋɹˈeɪndʒ/
/ˈɫɔŋˈɹeɪndʒ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "long-range"
long-range
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
involving an extended span of time
02
suitable for or reaching long distances
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
long-playing
long-play
long-nose pliers
long-lived
long-life
long-run
long-shanked
long-sleeved
long-snouted
long-spurred
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App