LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Long-spurred
/lˈɒŋspˈɜːd/
/lˈɑːŋspˈɜːd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "long-spurred"
long-spurred
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of flowers having a long extension at the base of the corolla
short-spurred
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
long-snouted
long-sleeved
long-shanked
long-run
long-range
long-spurred violet
long-stalked
long-staple
long-staple cotton
long-sufferance
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App