LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Long-playing
/lˈɒŋplˈeɪɪŋ/
/lˈɑːŋplˈeɪɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "long-playing"
long-playing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(used of records) playing at a slower speed and for a longer time than earlier records
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
long-play
long-nose pliers
long-lived
long-life
long-legs
long-range
long-run
long-shanked
long-sleeved
long-snouted
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App