Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
liquefied petroleum gas
/lˈɪkwɪfˌaɪd pətɹˈoʊliːəm ɡˈæs/
/lˈɪkwɪfˌaɪd pətɹˈəʊliːəm ɡˈas/
Liquefied petroleum gas
01
υγροποιημένο αέριο πετρελαίου, ΥΑΠ
a mixture of propane and butane gases stored under pressure as a liquid
Παραδείγματα
Liquefied petroleum gas is commonly used in household heating and cooking.
Το υγροποιημένο αέριο πετρελαίου χρησιμοποιείται συνήθως για θέρμανση και μαγείρεμα σε νοικοκυριά.
She preferred LPG as a fuel for its cost-effectiveness.
Προτίμησε το υγροποιημένο αέριο πετρελαίου ως καύσιμο λόγω της αποδοτικότητας του κόστους.



























