Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Linguistic context
01
γλωσσικό πλαίσιο, γλωσσικό περιβάλλον
the surrounding linguistic elements that contribute to the interpretation and meaning of a specific expression or utterance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γλωσσικό πλαίσιο, γλωσσικό περιβάλλον