Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Artifice
01
τέχνασμα, εξαπάτηση
a clever action or behavior that is intended to trick and deceive others
Παραδείγματα
It was later revealed that the company 's reported financial figures were artifices meant to inflate stock values.
Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι τα αναφερόμενα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας ήταν τέχνασματα που σκοπό είχαν να διευρύνουν τις τιμές των μετοχών.
Politicians are often accused of using artifice and half-truths to conceal less popular stances during campaigns.
Οι πολιτικοί κατηγορούνται συχνά ότι χρησιμοποιούν τεχνάσματα και μισές αλήθειες για να κρύψουν λιγότερο δημοφιλείς θέσεις κατά τις εκστρατείες.



























