Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lifetime
01
ζωή, διάρκεια ζωής
the entire duration of a person's life, from birth to death, or the duration of existence of something in general
Παραδείγματα
He left a legacy that will last beyond his lifetime.
Άφησε μια κληρονομιά που θα διαρκέσει πέρα από τη ζωή του.
He has dedicated his lifetime to scientific research.
Έχει αφιερώσει τη ζωή του στην επιστημονική έρευνα.
Λεξικό Δέντρο
lifetime
life
time



























