libido
li
λα
bi
ˈbi
μπι
do
doʊ
ντου
British pronunciation
/lɪbˈiːdə‍ʊ/

Ορισμός και σημασία του "libido"στα αγγλικά

01

λίμπιντο, σεξουαλική επιθυμία

(psychology) the mental energy or drive connected with sexual desire
example
Παραδείγματα
Stress and fatigue can lower a person 's libido.
Το άγχος και η κούραση μπορούν να μειώσουν τη λίμπιντο ενός ατόμου.
The therapy explored how repressed libido affected his behavior.
Η θεραπεία διερεύνησε πώς η καταπιεσμένη λιμπίντο επηρέασε τη συμπεριφορά του.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store