Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lettered
01
μορφωμένος, διαβασμένος
highly educated; having extensive information or understanding
Λεξικό Δέντρο
unlettered
lettered
letter
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μορφωμένος, διαβασμένος
Λεξικό Δέντρο