Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lending
01
δανεισμός
the act of giving money to someone or something and expecting it to be returned
Παραδείγματα
The lending terms included a low interest rate and a flexible repayment schedule.
Οι όροι δανεισμού περιλάμβαναν χαμηλό επιτόκιο και ένα ευέλικτο πρόγραμμα αποπληρωμής.
He thanked the company for its generous lending, which allowed him to start his new venture.
Ευχαρίστησε την εταιρεία για τη γενναιόδωρη δανειοδότηση, που του επέτρεψε να ξεκινήσει τη νέα του επιχείρηση.
Λεξικό Δέντρο
lending
lend



























