Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Legislature
01
νομοθετικό σώμα, νομοθετική συνέλευση
a group of elected officials responsible for making and changing laws in a government or state
Παραδείγματα
The legislature passed new laws to protect the environment.
Η νομοθετική εξουσία ψήφισε νέους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.
Each state has its own legislature that makes local laws.
Κάθε πολιτεία έχει τη δική της νομοθετική αρχή που θέτει τοπικούς νόμους.
Λεξικό Δέντρο
legislature
legislate
legisl



























