Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
legal holiday
/lˈiːɡəl hˈɑːlɪdˌeɪ/
/lˈiːɡəl hˈɒlɪdˌeɪ/
Legal holiday
01
νομική αργία, επίσημη αργία
authorized by law and limiting work or official business
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νομική αργία, επίσημη αργία