Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
leatherback turtle
/lˈɛðɚbˌæk tˈɜːɾəl/
/lˈɛðəbˌak tˈɜːtəl/
Leatherback turtle
01
δερματοχελώνα, δερματοχελώνη
wide-ranging marine turtle with flexible leathery carapace; largest living turtle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δερματοχελώνα, δερματοχελώνη